Αναμφίβολλα, η πιο ρομαντική ιστορία του ελληνικού αθλητισμού γράφτηκε πριν από ακριβώς μισό αιώνα. Ήταν 2 Ιουνίου 1971, όταν μία «δράκα» Ελλήνων «part time» ποδοσφαιριστών κατόρθωσε το αδιανότητο για την εποχή. Να οδηγήσει ελληνική ομάδα στη τελική φάση κορυφαίας διασυλλογικής οργάνωσης, αντιμέτωπη με τον «Αίαντα» των ιπτάμενων Ολλανδών, των Johan Cruyff και Johan Neeskens. Και εάν η κατάκτηση, σήμανε για τους νικητές την άνοδο της μεγάλης ολλανδικής Σχολής στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, η αξία του ηττημένου δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η παρακαταθήκη που κληροδοτήθηκε πρωτίστως στην ελληνική κοινωνία και ακολούθως στον ελληνικό αθλητισμό, ο οποίος εξήλθε από το φάσμα της ανυποληψίας. Εξ΄ου και το προσωνύμιο «πρέσβης» του ελληνικού αθλητισμού για τον Παναθηναϊκό.
Συστατκά της πράσινης επιτυχίας υπήρξαν το δίχως άλλο, η αλησμόνητη συνεισφορά του μυθικού Ferenc Puskás ο οποίος ενστάλαξε νοοτροπία κορυφαίου ευρωπαϊκού κλαμπ στον Παναθηναϊκό. Αν και το DNA του συλλόγου υπήρξε εξαρχής εξωστρεφές και ευρωπαϊκό, η προσωπικότητα του τεράστιου Ούγγρου θρύλου συνέβαλλε στην ενδυνάμωση στοιχείων απαραίτητων στο «κυνήγι της δόξας». Σφυρηλάτησε οικογενειακούς δεσμούς. Κέρδισε τον σεβασμό και την αφοσίωση των παικτών του. Πίστεψε πως μπορούσε να κατασκευάσει μία ομάδα μαχητών. Την οποία δημιούργησε. Έκανε τέλος, τον Παναθηναϊκό άφοβο και ισότιμο διεκδικητή, ανεξαρτήτως συνθηκών. Ο «Στρατηγός», ο «Ψηλός», ο «γιατρός», ο «Μυτιληνιός», ο Τότης, ο «Γίγαντας», ο Άνθιμος, και ο Αριστείδης ο Καμάρας, όπως μνημόνευσε στις περιγραφές του ο Γιάννης Διακογιάννης έφτιαξαν μία ωραία παρέα που κέρδισε φανατικούς θαυμαστές.