Kalavryta 1943, μία τραγωδία και ένα παραμύθι

  • By:

    Dimitris Tsaknis

Σε μία ομολογουμένως άδεια (κλειστή) αίθουσα, ένεκα και των περιοριστικών μέτρων για τον περιορισμό της πανδημίας, λάβαμε τις θέσεις μας, προκειμένου να δούμε την πολυσυζητημένη ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου που φέρει τον τίτλο: «Καλάβρυτα 1943» και μαζί της ξυπνά μνήμες από μία ανείπωτη φρικαλεότητα που διαπράχθηκε από τους ναζί στο μαρτυρικό, όπως έχει χαρακτηριστεί, χωριό. Μία τραγωδία που καταφέρθηκε ενάντια σε άμαχους Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους ανθρώπους, όλους ανεξαιρέτως.

Η ταινία μας ταξιδεύει σε παρελθοντικό χρόνο, μέσα από τα μάτια του ηλικιωμένου πλέον και βαριά άρρωστου συγγραφέα, Νικόλα Ανδρέου (τον χαρακτήρα υποδύεται ο αείμνηστος Max von Sydow), επιζώντα της τραγωδίας και απόγονου μιας οικογένειας που γνώρισε φριχτό τέλος την 13η Δεκέμβρη του 1943 από τα πολυβόλα των ναζί. Ο Νικόλας Ανδρέου ξεδιπλώνει αφηγηματικά το κουβάρι της οικογενειακής και προσωπικής του τραγωδίας στην Caroline Martin (Astrid Roosh), εντεταλμένης δικηγόρου του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Αν και οι σκοποί του ταξιδιού της στην Ελλάδα είναι ο εντοπισμός στοιχείων που θα ενισχύσουν την υπερασπιστική γραμμή του Βερολίνου έναντι του ελληνικού αιτήματος για αποζημίωση, εντούτοις βρίσκεται στη θέση να κατανοήσει απόλυτα την ένταση και την έκταση του ανθρώπινου πόνου που προξένησαν οι συμπατριώτες της στο ιστορικό χωριό. 

Σκοποί ενός κινηματογραφικού έργου είναι η αφύπνιση της ομάδας των ανθρώπων που παρακολουθούν την ταινία, η παρακίνηση σε μελέτη του ιστορικού γεγονότος και ακολούθως η διερεύνηση της ιστορικής ακρίβειας. Μία κινηματογραφική παραγωγή που βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα θα πρέπει να ελέγχεται από τα πραγματικά γεγονότα και την ιστορία, παρόλα αυτά δεν συνιστά ιστορικό ντοκιμαντέρ για να κομίσει στο κοινό της μία απόλυτη (ή όσο πιο εγγύτερα στο βαθμό της απολυτότητας) αλήθεια και θα ήταν άδικο να κριθεί με διαφορετικό μέτρο.

Αναντίρρητα, οι θεατές της ταινίας, δεν πρέπει να είναι αρνητές της πραγματικής ιστορίας, όπως βεβαίως θα είναι λάθος να στηρίξουν τις γνώσεις τους για το ιστορικό γεγονός σε αυτή και μόνο αυτή τη παραγωγή, να εφησυχάσουν, δίχως βαθύτερη ιστορική έρευνα. Η ιστορία είναι επιστήμη. Και καθώς ορισμένα γεγονότα της χάνονται στην άβυσσο της μνήμης, η προσπάθεια που θα πρέπει να γίνεται, προκειμένου να ανασυρθούν ολοκληρωμένες οι μνήμες είναι δύσκολη, απαιτεί κόπο, έρευνα και συνεχείς διασταυρώσεις. 

Υπό αυτές τις σκέψεις θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς εάν η ταινία επιτυγχάνει τον βασικό της στόχο, δηλαδή εάν και σε τι βαθμό παρακινεί τον θεατή να ερευνήσει, να μελετήσει την τραγική ιστορία των Καλαβρυτινών και της μαζικής σφαγής που συντελέστηκε από το γερμανικό στρατό, παραμονές των χριστουγεννιάτικων εορτών τον Δεκέμβριο του 1943. Προσωπικά με παρακίνησε να το κάνω.

Είναι πολύ δυνατές οι εικόνες που αντανακλά ο κινηματογραφικός φακός, μόλις η Μαρία Ανδρέου (Δανάη Σκιάδη), προσεγγίζει την πλαγιά στην οποία εκτελέστηκε σύσσωμος ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού, αναζητώντας τον μικρό της γιο τον Ανέστη (και τον άνδρα της). Οι σπαραγμοί των γυναικών και των εναπομείναντων μικρών παιδιών είναι πολύ δύσκολο να εκφραστούν με τη γραφίδα και να μετουσιωθούν σε κατάστιχα κριτικής. 

Μεγάλη στιγμή, η περιπλάνηση στις απανθρακωμένες γειτονιές των Καλαβρύτων. Γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά με πρόσωπα καπνισμένα και σώματα πληγιασμένα προσπαθούν να εντοπίσουν ένα αποκούμπι της παλιάς τους ζωής. Κάτι που να θυμίζει το σπίτι που κάποτε ζούσαν. Κάτι που να θυμίζει τις ευχάριστες μνήμες από μία οικογενειακή στιγμή. Χαρακτηριστική ως προς αυτό, είναι η καιόμενη (οικογενειακή) φωτογραφία της οικογένειας Ανδρέου που εντοπίζεται στο μονοπάτι έξω από τη σπίτι της οικογένειας. 

Ασφαλώς, οπωσδήποτε δεν είμαστε σε θέση να επιβεβαιώσουμε την «θρυλούμενη» ύπαρξη και παρέμβαση του φιλεύσπλαχνου ναζί που άνοιξε τις πόρτες του σχολείου και έσωσε τον γυναικείο πληθυσμό του χωριού. Δεν ξέρουμε αν και σε τι βαθμό επιτεύχθηκε αυτός ο σκοπός, δεν ξέρουμε με ακρίβεια πόσοι ακριβώς άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και εκτελέστηκαν εκείνη την αποφράδα ημέρα από τους ναζί. Αυτό που ξέρουμε όμως είναι πως η ημέρα μνήμης έχει χαραχθεί ανεξίτηλη στις συνειδήσεις όχι μόνο των Ελλήνων αλλά της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Όλοι οι λαοί γνωρίζουν τα Kalavryta. Οι θηριωδίες του γερμανικού στρατού, πολλές από τις οποίες διαπράχθηκαν στην Ελλάδα δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχαστούν και να παραγραφούν. Η λογική της εν ψυχρώ εκτέλεσης άμαχου πληθυσμού αντίκειται σε όλους τους ανθρώπινους κώδικες, δεν ξεπλένεται, δεν λησμονείται και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Δεν μπορεί επίσης να μείνει ατιμώρητη, ούτε θα πρέπει να αγνοηθεί. 

Κλείνω με την εξής σκέψη. Το ζήτημα των επανορθώσεων έχει συμβολικό χαρακτήρα. Έχει εμφανείς ηθικές προεκτάσεις. Η καταβολή αποζημιώσεων δεν θα αποκαταστήσει τις απώλειες, ούτε θα διορθώσει τη ζημιά που συνέβη στον μαρτυρικό τόπο. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος, με την ιδιότητα του ιατρού έχει κάνει τη δουλειά του. Θα αποδείξει όμως, πως η συναλλαγή, η παραδοχή της τραγωδίας που συνέβη, αφορά δύο πολιτισμένα έθνη. Η συζήτηση δεν πρέπει να γίνεται με ταμπού και κάθε άλλου είδους περιορισμούς ή προσχήματα. Αφορά στη τιμή και στη μνήμη των ανθρώπων που μαρτύρησαν άδικα. Αφορά στα δίκαια ενός λαού που υπέστη τη φρικαλεότητα. Αφορά τέλος στην ουσία της ανθρωπιάς την οποία θα πρέπει να επιδιώκουμε εφόσον θέλουμε να εντασσόμαστε ως συλλογικότητες στον 21ο αιώνα.

We care about our mobile visitors, so we designed our site friendly for them.