Le otto montagne: Η φθορά του αστικού τρόπου ζωής και η κοινωνική αξία του κινηματογράφου
–
By:
Konstantinos Mourtopallas
Αν και το κείμενο δεν συνιστά κινηματογραφική κριτική, ούτε ο γράφων φιλοδοξεί να ενθαρρύνει δι’ αυτού την θέασή του, αποτελεί σίγουρα επιβεβαίωση των όσων έλεγε στη LaRepubblica(https://www.repubblica.it/spettacoli/cinema/2025/02/21/news/salvatores_cinema_chiusi_intervista-424018065/), πριν από λίγους μήνες, ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης Gabriele Salvatores. Μόνο ο κινηματογράφος έχει τη δύναμη αποτύπωσης, αναπαραγωγής της πραγματικότητας, αλλά και αμφισβήτησής της ή και προβολής της υπέρβασής της. Στην κινηματογραφική αίθουσα ή στις θερινές προβολές —για να παραφράσουμε τον Jacques Derrida— μια ταινία έχει τη δύναμη να ξυπνάει τα «φαντάσματα» που έχουμε μέσα μας και να τα προβάλλει σε έναν τοίχο, όπως στον μύθο του σπηλαίου του Πλάτωνα. Σκέψεις και «φαντάσματα» που παίρνουν υπόσταση μέσω του κινηματογράφου, ο οποίος μας τα δείχνει, μας κάνει να τα αναγνωρίζουμε, να συνομιλούμε μαζί τους. Αυτή η εσωτερική περίσκεψη ή ο εσωτερικός διάλογος, που μπορεί να προκαλέσει μια ταινία, αλλά και η θέληση εξωτερίκευσής τους, ως μέρος ενός συλλογικού βιώματος ή συναισθήματος, είναι ο μόνος χώρος που μπορεί να μας σώσει από τη συνεχή προσφυγή στην κατ’ ευφημισμό «παρουσία» ή στην αναγκαστική αλληλεπίδραση. Είναι ωραίο να αφεθείς σε ένα όνειρο, χωρίς διακοπές, που έχει σκεφτεί για σένα κάποιος άλλος.
Μόνο που η εποχή μας υποβάλλει ακόμη και αυτούς τους χώρους ελευθερίας, πολιτιστικής έκφρασης και δημιουργίας στον νόμο της «αστικής» φθοράς. Το Ideal στην Αθήνα, το Metropolitan στη Νάπολη, οι χαρακτηριστικές ευμεγέθεις πινακίδες των πάλαι ποτέ συνοικιακών κινηματογράφων στην Corso Vittorio Emanuele του Μιλάνου, στο όνομα της αστικής επέκτασης, ανάπλασης ή «εξευγενισμού», μετετράπησαν σε πολυτελή ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα ή μέρη για βραχυχρόνιες μισθώσεις. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του αστικού, καταναλωτικού τρόπου ζωής είναι η αποξένωση από τη βραδύτητα του χρόνου. Η θέαση μιας ταινίας παλαιότερα συνοδευόταν από ένα μακρόσυρτο τελετουργικό, ως μέρος της εγγύτητας των ανθρώπων, της ανταλλαγής ιδεών και συναισθημάτων. Σήμερα, η διαρκής και φρενήρης ροή των πραγμάτων επιτάσσει είτε την ταχύτητα είτε την αποσπασματικότητα. Η προβολή μιας ταινίας σε ψηφιακή πλατφόρμα ή σ’ έναν υπολογιστή έχει καταστεί ατομική υπόθεση, και όλη η λειτουργία της (έναρξη – παύση – λήξη) εξαρτάται από το ίδιο το άτομο.
Αλλά η αποξένωση από τη φυσική ροή του χρόνου δεν είναι παρά η αποξένωση από την ίδια τη φύση. Μόνο στις αγροτικές κοινωνίες οι άνθρωποι έδιναν αξία στην ομαλή διαδοχή των χρονικών καταστάσεων, όπου η γη υπέτασσε τους αγρότες στους ρυθμούς της (σπορά – καρπός – θερισμός) και εκείνοι στωικά μετείχαν στο απολύτως αχρονικό της μεγαλείο, χωρίς να έχουν συνείδηση ότι είναι μέρη του απέραντου χρόνου της.
Γι’ αυτό και σήμερα ο άνθρωπος των πόλεων αδυνατεί να νοηματοδοτήσει τα στοιχεία (το βουνό, τα δέντρα, τις πέτρες, τις κορυφές) της φύσης και αναφέρεται σε αυτά αορίστως και αδιακρίτως ως «φύση». Σε έναν διάλογο των δύο φίλων, Pietro και Bruno, στην ταινία Le otto montagne —που αποτέλεσε και την πηγή άντλησης όλων των σκέψεων που αποτυπώνει το παρόν κείμενο— με μια παρέα από το Τορίνο (για την εποχή του ’80, όπου εκτυλίσσεται η ταινία, η πόλη ήταν το κατ’ εξοχήν σύμβολο της ιταλικής βιομηχανοποίησης), ο δεύτερος αναφέρει στην παρέα ότι ο αστισμός και η αναδυόμενη τότε «μαζική κουλτούρα» διαρρηγνύουν ακόμη περισσότερο τη σχέση ανθρώπου–φύσης. Η μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Paolo Cognetti από τους Felix VanGroeningen και Charlotte Vandermeersch περιγράφει ακριβώς αυτή τη σύγκρουση κόσμων και πολιτισμών: του αστικού, που επιζητά τη βραδύτητα κάθε καλοκαίρι όταν επιστρέφει στα βουνά της Valled’ Aosta, και του αγροτικού, που μάχεται για να μην αφομοιωθεί. Και όμως, το μικροαστικό όνειρο της μαζικής κουλτούρας μεταφέρει τη σχέση με τη φύση στο πεδίο του κέρδους (τουριστική εκμετάλλευση), του ατομικισμού (απόκτηση ιδιοκτησίας) ή της ομογενοποίησης, ώστε τελικά να εξαλειφθεί κάθε ιδιαιτερότητα, παρέκκλιση ή ιδιομορφία. Όπως γράφει και ο Pasolini στα Κουρσάρικα γραπτά, ο μέσος άνθρωπος (ανεξαρτήτως τάξης ή καταγωγής) των προηγούμενων εποχών μπορούσε ακόμα να κλείσει μέσα του τη φύση και την ανθρωπότητα με την ίδια λογική αγνότητα που αντικειμενικά περιείχαν. Ενώ ο μέσος άνθρωπος της εποχής του σήμερα μπορεί να κλείσει μέσα του ένα Φιατάκι, ένα ψυγείο ή ένα σαββατοκύριακο σε έναν «τουριστικό» προορισμό.
Εκείνος ο ακίνητος και άφθαρτος χρόνος του κινηματογράφου είναι σαν εκείνον του βουνού και της θάλασσας. Σαν εκείνες τις άπειρες και αφανείς τύχες των ανθρώπων του αγροτικού πολιτισμού (όπως μας θυμίζει ο Κ. Λέβι στο Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι), που μένουν αιώνια αμετακίνητες και μοιάζουν με κύματα που κινήθηκαν κάποτε, χωρίς όμως ν’ αλλάξουν.
Ας επιτρέψουμε στην κοινωνική λειτουργία του κινηματογράφου να μας υπενθυμίζει εκείνη την αυτονομία από τον χρόνο. Εκείνο το στοργικό και όχι πνιγηρό άγχος της ύπαρξης, που στις πόλεις υποδαυλίζεται από τα συνοφρυωμένα πρόσωπα, την έλλειψη ευγένειας, τις αισθητικές και πολεοδομικές υπερβολές, την απουσία ερωτισμού και ομορφιάς. Γιατί, τελικώς, μόνο η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο.
We care about our mobile visitors, so we designed our site friendly for them.